- φερεκλεής
- φερε-κλεής, ές,A renowned, prob. in Euph.79.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φερεκλεής — ές, Α ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + κλεής (< κλέος), πρβλ. εὐ κλεής, μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
φερεκλεές — φερεκλεής renowned masc/fem voc sg φερεκλεής renowned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερεκλῆς — Φερεκλέης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερεκλέους — Φερεκλέης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
Φερεκλέα — Φερεκλέᾱ , Φερεκλέης masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)